μελίφρων: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, [[τερπνός]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''μελίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, [[τερπνός]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίφρων:''' 2, gen. ονος услаждающий душу ([[οἶνος]], [[σῖτος]], [[ὕπνος]] Hom.; [[θυμός]] Hes.; [[βάρβιτος]] Anth.).
}}
}}