3,276,901
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, [[τερπνός]], σε Όμηρ., Ησίοδ. | |lsmtext='''μελίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, [[τερπνός]], σε Όμηρ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελίφρων:''' 2, gen. ονος услаждающий душу ([[οἶνος]], [[σῖτος]], [[ὕπνος]] Hom.; [[θυμός]] Hes.; [[βάρβιτος]] Anth.). | |||
}} | }} |