ἀντιπνέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>, για ανέμους, είμαι [[αντίθετος]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀντιπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>, για ανέμους, είμαι [[αντίθετος]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπνέω:''' <b class="num">1)</b> дуть в противоположную сторону или навстречу (ἄνεμοι πρὸς ὄρη ἀντιπνέουσιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> складываться неблагоприятно (τινι Luc.; τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> (о встречном ветре) насылать ([[πνεῦμα]] ταῖς ναυσίν Plut.): ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Plut. так как с моря дул встречный ветер.
}}
}}