ἐκθηράομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκθηράομαι:''' αποθ., [[κυνηγώ]], [[συλλαμβάνω]] σε Ξεν., Πλούτ.
|lsmtext='''ἐκθηράομαι:''' αποθ., [[κυνηγώ]], [[συλλαμβάνω]] σε Ξεν., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκθηράομαι:''' охотиться, вылавливать, ловить (sc. τὰ θηρία Xen.; τὰς [[ναῦς]] πειρατικάς Plut.).
}}
}}