3,274,913
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προβολή:''' ἡ ([[προβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθέτηση]] [[εμπρός]], [[ιδίως]], λέγεται για όπλο υπεράσπισης, άμυνας, <i>τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι</i>, [[προτάσσω]] τα όπλα, σε Ξεν.· ἐν προβολῇ [[θέσθαι]] [[ξίφος]], το [[προτάσσω]] στον φύλακα, σε Ανθ.· ἐν προβολῇ [[ἑστάναι]], [[στέκομαι]] έχοντας το [[δόρυ]] προτεταμένο, σε Πλούτ.· λέγεται για την [[πυγμή]], [[επίθεση]] με [[πυγμή]], [[πρόταξη]] γροθιάς, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[προεξοχή]], [[μέρος]] που εξέχει, [[ακρωτήρι]] ή [[κάβος]] ξηράς, σε Σοφ.· [[Νειλόρυτος]] [[προβολή]], δηλ. το Δέλτα του Νείλου, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> το [[αντικείμενο]] που κρατείται [[μπροστά]] από κάποιον ως [[υπεράσπιση]], [[άμυνα]], [[φράγμα]], [[προπύργιο]], αμυντήριο, σε Ξεν.· με γεν., [[υπεράσπιση]], [[προφύλαξη]] ενάντια, <i>δείματος καὶ βελέων</i>, σε Σοφ.· <i>θανάτου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> [[τύπος]] δημόσιας αγωγής κατά την οποία ο [[κατήγορος]] ζητά από την Εκκλησία του Δήμου να υποστηρίξει την υπόθεσή του [[πριν]] εισαχθεί στο δικαστήριο, πληθ. <i>προβολαί</i>, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ. | |lsmtext='''προβολή:''' ἡ ([[προβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθέτηση]] [[εμπρός]], [[ιδίως]], λέγεται για όπλο υπεράσπισης, άμυνας, <i>τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι</i>, [[προτάσσω]] τα όπλα, σε Ξεν.· ἐν προβολῇ [[θέσθαι]] [[ξίφος]], το [[προτάσσω]] στον φύλακα, σε Ανθ.· ἐν προβολῇ [[ἑστάναι]], [[στέκομαι]] έχοντας το [[δόρυ]] προτεταμένο, σε Πλούτ.· λέγεται για την [[πυγμή]], [[επίθεση]] με [[πυγμή]], [[πρόταξη]] γροθιάς, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[προεξοχή]], [[μέρος]] που εξέχει, [[ακρωτήρι]] ή [[κάβος]] ξηράς, σε Σοφ.· [[Νειλόρυτος]] [[προβολή]], δηλ. το Δέλτα του Νείλου, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> το [[αντικείμενο]] που κρατείται [[μπροστά]] από κάποιον ως [[υπεράσπιση]], [[άμυνα]], [[φράγμα]], [[προπύργιο]], αμυντήριο, σε Ξεν.· με γεν., [[υπεράσπιση]], [[προφύλαξη]] ενάντια, <i>δείματος καὶ βελέων</i>, σε Σοφ.· <i>θανάτου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> [[τύπος]] δημόσιας αγωγής κατά την οποία ο [[κατήγορος]] ζητά από την Εκκλησία του Δήμου να υποστηρίξει την υπόθεσή του [[πριν]] εισαχθεί στο δικαστήριο, πληθ. <i>προβολαί</i>, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προβολή -ῆς, ἡ [προβάλλω] het uitsteken, vooruitsteken:; ἐστι λεπτὴ ἡ προβολὴ τοῦ χείλεος de lip steekt maar weinig vooruit Hp. Art. 8; van land voorgebergte, landtong. opstelling met handen of wapens vooruit defensieve houding:. δοχμὸς ἀπὸ προβολῆς κλινθείς schuin wegbuigend uit zijn basispositie Theocr. Id. 22.120; ἐκέλευσε τοὺς ὁπλίτας ἑστῶτας ἐν προβολῇ... δέχεσθαι τὴν ἐπιδρομήν hij beval de soldaten om met gevelde speren de aanval op te vangen Plut. Caes. 44.7. bescherming:. ἐννυχίου δείματος ἦν μοι προβολὰ καὶ βελέων... Αἴας Ajax was mijn bescherming tegen nachtelijke angst en pijlen Soph. Ai. 1212; προβολῆς ἕνεκα ter bescherming Plat. Plt. 288b; μεγάλην δὲ προβολὴν τοῖς πολίταις τῆς χώρας κατεσκευάσθαι voor de burgers een goede bescherming van het gebied vormen Xen. Mem. 3.5.27. voordracht:. τὴν προβολὴν δὴ τὸν αἱρούμενον ἐκ τῶν ἐμπείρων ποιητέον degene die kiest moet de voordracht doen uit de deskundigen Plat. Lg. 765b. aanklacht (voor de volksvergadering in Athene):. προβολὰς αὐτῶν εἶναι dat er aanklachten tegen hen zouden zijn Xen. Hell. 1.7.35. | |||
}} | }} |