ἄναρχος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄναρχος:''' -ον ([[ἀρχή]]), αυτός που δεν έχει [[κεφάλι]], [[αρχή]] ή αρχηγό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = [[ἀναρχία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄναρχος:''' -ον ([[ἀρχή]]), αυτός που δεν έχει [[κεφάλι]], [[αρχή]] ή αρχηγό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = [[ἀναρχία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄναρχος:''' <b class="num">1)</b> никому не подвластный, не имеющий начальников, никем не управляемый ([[τάξις]] Aesch.; [[στράτευμα]] Eur.; ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не имеющий начала, безначальный ([[κίνησις]] Sext.).
}}
}}