συνασκέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνασκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξασκώ]], γυμνάζομαι από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[εξάσκηση]], την [[εκπαίδευση]], σε Ισοκρ., Δημ.
|lsmtext='''συνασκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξασκώ]], γυμνάζομαι από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[εξάσκηση]], την [[εκπαίδευση]], σε Ισοκρ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνασκέω:''' <b class="num">1)</b> одновременно упражнять, развивать: συνασκῆσαι τὴν τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Isocr. помочь усовершенствованию политического красноречия; σ. τινα Dem. помогать чьему-л. развитию;<br /><b class="num">2)</b> одновременно обучать: σ. τινα ὑπεροπτικὸν τοῦ πλέονος εἶναι Diog. L. учить кого-л. отвергать всякое излишество;<br /><b class="num">3)</b> всесторонне или усиленно упражнять ([[φάλαγξ]] συνησκημένη Plat.): ὁ συνασκηθεὶς καὶ τριβεὶς ἐν τῇ συνηθείᾳ Sext. практически хорошо обученный.
}}
}}