χρηματοποιός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρημᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κερδίζει, βγάζει χρήματα, σε Ξεν.
|lsmtext='''χρημᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κερδίζει, βγάζει χρήματα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''χρημᾰτοποιός:''' умеющий наживать: [[πρᾶγμα]] χρηματοποιόν Arph. создание, ловкое насчет наживы; [[τέχνη]] χ. Xen. прибыльное искусство, доходное дело.
}}
}}