μητροφόνος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητροφόνος:''' -ον (*[[φένω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τη [[μητέρα]] του, [[μητροκτόνος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[μητροκτονία]], στον ίδ.
|lsmtext='''μητροφόνος:''' -ον (*[[φένω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τη [[μητέρα]] του, [[μητροκτόνος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[μητροκτονία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητροφόνος:''' <b class="num">I</b> дор. μᾱτροφόνος 2 убивающий мать (δύαι Aesch.).<br /><b class="num">II</b> дор. ματροφόνος ὁ матереубийца Aesch., Plut.
}}
}}