συνδιαπράσσω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[διεκπεραιώνω]] ένα [[έργο]] μαζί με ή [[επιπλέον]], σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνδιαπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[διεκπεραιώνω]] ένα [[έργο]] μαζί με ή [[επιπλέον]], σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαπράσσω:''' атт. [[συνδιαπράττω]]<br /><b class="num">1)</b> вместе делать, совместно совершать: τὰ [[μέγιστα]] συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;<br /><b class="num">2)</b> вместе устраивать (τὰ νεκρικά Luc.);<br /><b class="num">3)</b> med. содействовать заключению договора, договариваться ([[ὑπέρ]] τινος Xen.).
}}
}}