καταφυγή: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφυγή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καταφύγιο]], [[άσυλο]], [[μέρος]] καταφυγής, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., <i>κ. κακῶν</i>, [[καταφύγιο]] από τις συμφορές, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] διαφυγής, [[αποχώρηση]], σε Δημ.
|lsmtext='''καταφυγή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καταφύγιο]], [[άσυλο]], [[μέρος]] καταφυγής, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., <i>κ. κακῶν</i>, [[καταφύγιο]] από τις συμφορές, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] διαφυγής, [[αποχώρηση]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταφυγή -ῆς, ἡ [καταφεύγω] toevluchtsoord, toevlucht:. κ. ἁμαρτημάτων voor misdrijven Thuc. 4.98.6; κ. κακῶν toevlucht uit de misère Eur. Or. 448.
}}
}}