ἐπιπλαταγέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπλᾰτᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]] χτυπώντας τα χέρια, <i>τινί</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπιπλᾰτᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]] χτυπώντας τα χέρια, <i>τινί</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπλᾰτᾰγέω:''' шумно хлопать, аплодировать (τοῖς ἐπεπλατάγησα Theocr.).
}}
}}