ἐκστατικός: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που μετακινείται από τη [[θέση]] του, με γεν., σε Αριστ.
|lsmtext='''ἐκστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που μετακινείται από τη [[θέση]] του, με γεν., σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκστᾰτικός:''' <b class="num">1)</b> смещающий ([[κίνησις]] Plat.; μεταβολὴ [[πᾶσα]] ἐκστατικόν ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> приводящий в восторженное состояние (ἡδοναί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> потерявший самообладание, обезумевший (διὰ [[πάθος]] и ὑπὸ ὀργῆς Arst.; ἔ. καὶ παραφρονοῦν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> легко возбуждающийся (ζῷα Arst.).
}}
}}