περονάω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περονάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>περόνησα</i>· [[τρυπώ]], [[διαπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>χλαῖναν περονήσασθαι</i>, [[πιάνω]] με την [[πόρπη]] το [[μανδύα]] κάποιου, στο ίδ.
|lsmtext='''περονάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>περόνησα</i>· [[τρυπώ]], [[διαπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>χλαῖναν περονήσασθαι</i>, [[πιάνω]] με την [[πόρπη]] το [[μανδύα]] κάποιου, στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=περονάω [περόνη] ep. imperf. med. 3 sing. περονᾶτο; ep. aor. act. 3 sing. περόνησε, med. 3\n sing. περονήσατο act. doorsteken, doorboren. med. vastspelden:. ἑανόν... κατὰ στῆθος περονᾶτο zij speldde haar jurk op de borst dicht Il. 14.180.
}}
}}