πανσυδί: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πανσῠδί:''' ή -δεί, επίρρ., (<i>σεύομαι</i>), με όλη τη [[δύναμη]]· <i>πανσυδὶ διεφθάραι</i>, παντελώς, απόλυτα, σε Θουκ.
|lsmtext='''πανσῠδί:''' ή -δεί, επίρρ., (<i>σεύομαι</i>), με όλη τη [[δύναμη]]· <i>πανσυδὶ διεφθάραι</i>, παντελώς, απόλυτα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''πανσῠδί:''' Xen. πασσῠδί adv. [[σεύω]]<br /><b class="num">1)</b> всеми силами (βοηθεῖν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> окончательно, наголову (διεφθάρθαι Thuc.).
}}
}}