κοινών: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινών:''' -ῶνος, Δωρ. [[κοινάν]], -ᾶνος, ὁ, = [[κοινωνός]], σε Πίνδ., Ξεν.
|lsmtext='''κοινών:''' -ῶνος, Δωρ. [[κοινάν]], -ᾶνος, ὁ, = [[κοινωνός]], σε Πίνδ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινών -ῶνος, ὁ [κοινός] Dor. dat. sing. κοινᾶνι, partner.
}}
}}