ἀναρριχάομαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρρῐχάομαι:''' παρατ. <i>ἀνερριχώμην</i>, [[ανεβαίνω]] με τα χέρια και τα πόδια, [[σκαρφαλώνω]], [[αναρριχώμαι]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀναρρῐχάομαι:''' παρατ. <i>ἀνερριχώμην</i>, [[ανεβαίνω]] με τα χέρια και τα πόδια, [[σκαρφαλώνω]], [[αναρριχώμαι]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρρῐχάομαι:''' карабкаться, взбираться (εἰς τὸν οὐρανόν Arph.; ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.).
}}
}}