ἕλκημα: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕλκημα:''' -ατος, τό ([[ἑλκέω]]), αυτό που είναι σχισμένο σε κομμάτια, [[λεία]], [[σπάραγμα]], [[βορά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἕλκημα:''' -ατος, τό ([[ἑλκέω]]), αυτό που είναι σχισμένο σε κομμάτια, [[λεία]], [[σπάραγμα]], [[βορά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕλκημα:''' ατος τό захваченная добыча: ῥῖψαί τι κυνῶν ἕ. Eur. бросить что-л. на съедение собакам.
}}
}}