3,277,048
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πίνω:''' [ῐ], Επικ. απαρ. <i>πινέμεναι</i> και <i>-[[έμεν]]</i>· Ιων. παρατ. <i>πίνεσκον</i>, μέλ. [[πίομαι]]· <i>[ῐ]</i>, μεταγεν. [[πιοῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἔπιον]], Επικ. <i>[[πίον]]</i>, βʹ ενικ. υποτ. [[πίῃσθα]], προστ. [[πίε]], Αττ. [[πῖθι]], απαρ. [[πιεῖν]], Επικ. [[πιέμεν]], [[πιέειν]], μτχ. [[πιών]], <i>πιοῦσα</i> — Μέσ., <i>πίνομαι</i>, επίσης [[πίομαι]] — Παθ., Επικ. παρατ. <i>πίνετο</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από τη √<i>ΠΟ</i>, παρακ. [[πέπωκα]] — Παθ., μέλ. <i>ποθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπόθην]], απαρ. παρακ. [[πεπόσθαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πίνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πίνω]] [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] το [[νερό]] του, δηλ. ζω στις όχθες του, σε Ομήρ. Ιλ.· ή με γεν. διαιρ., [[πίνω]] από ένα [[πράγμα]], [[πίνω]] οἴνοιο (όπως το Γαλλ. du vin), σε Ομήρ. Οδ.· αἵματος [[ὄφρα]] πίω, στο ίδ.· επίσης, <i>πίνειν κρητῆρας οἴνοιο</i>, [[πίνω]] κούπες με [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πίνω]] ἀπὸ κρήνης, [[πίνω]] από [[πηγή]], σε Θέογν.· <i>δέπα</i>, [[ἔνθεν]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· [[πίνω]] ἐκ ταὐτοῦ ποτηρίου, σε Αριστοφ.· <i>ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· επίσης, σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πῖνε</i>, <i>πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς</i>, σε Αριστοφ.· διδόναι [[πιεῖν]], [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, σε Ηρόδ.· [[πιεῖν]] αἰτεῖν, σε Ξεν.· στον παρακ. [[πέπωκα]], είμαι μεθυσμένος, έχω μεθύσει, σε Ευρ.· [[αλλά]], <i>πίνοντά τεκαὶ πεπωκότα</i>, πίνοντας και τελειώνοντας την [[πόση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[πίνω]] [[μέχρι]] την τελευταία [[σταγόνα]], όπως η γη απορροφά το [[νερό]] της βροχής, σε Ηρόδ.· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ. | |lsmtext='''πίνω:''' [ῐ], Επικ. απαρ. <i>πινέμεναι</i> και <i>-[[έμεν]]</i>· Ιων. παρατ. <i>πίνεσκον</i>, μέλ. [[πίομαι]]· <i>[ῐ]</i>, μεταγεν. [[πιοῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἔπιον]], Επικ. <i>[[πίον]]</i>, βʹ ενικ. υποτ. [[πίῃσθα]], προστ. [[πίε]], Αττ. [[πῖθι]], απαρ. [[πιεῖν]], Επικ. [[πιέμεν]], [[πιέειν]], μτχ. [[πιών]], <i>πιοῦσα</i> — Μέσ., <i>πίνομαι</i>, επίσης [[πίομαι]] — Παθ., Επικ. παρατ. <i>πίνετο</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από τη √<i>ΠΟ</i>, παρακ. [[πέπωκα]] — Παθ., μέλ. <i>ποθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπόθην]], απαρ. παρακ. [[πεπόσθαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πίνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πίνω]] [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] το [[νερό]] του, δηλ. ζω στις όχθες του, σε Ομήρ. Ιλ.· ή με γεν. διαιρ., [[πίνω]] από ένα [[πράγμα]], [[πίνω]] οἴνοιο (όπως το Γαλλ. du vin), σε Ομήρ. Οδ.· αἵματος [[ὄφρα]] πίω, στο ίδ.· επίσης, <i>πίνειν κρητῆρας οἴνοιο</i>, [[πίνω]] κούπες με [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πίνω]] ἀπὸ κρήνης, [[πίνω]] από [[πηγή]], σε Θέογν.· <i>δέπα</i>, [[ἔνθεν]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· [[πίνω]] ἐκ ταὐτοῦ ποτηρίου, σε Αριστοφ.· <i>ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· επίσης, σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πῖνε</i>, <i>πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς</i>, σε Αριστοφ.· διδόναι [[πιεῖν]], [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, σε Ηρόδ.· [[πιεῖν]] αἰτεῖν, σε Ξεν.· στον παρακ. [[πέπωκα]], είμαι μεθυσμένος, έχω μεθύσει, σε Ευρ.· [[αλλά]], <i>πίνοντά τεκαὶ πεπωκότα</i>, πίνοντας και τελειώνοντας την [[πόση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[πίνω]] [[μέχρι]] την τελευταία [[σταγόνα]], όπως η γη απορροφά το [[νερό]] της βροχής, σε Ηρόδ.· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίνω:''' (ῑ) (fut. [[πίομαι]], aor. 2 [[ἔπιον]], pf. [[πέπωκα]]; эп. impf. iter. πίνεσκον, эп. inf. [[πινέμεν]](αι); pass.: aor. [[ἐπόθην]], pf. [[πέπομαι]])<br /><b class="num">1)</b> пить, выпивать ([[οἶνον]] Plat. и οἴνοιο Hom.; π. ἀπὸ ποταμοῦ Xen. и π. ποταμοῦ Luc.): π. ἐξ ἀργυρίου Xen. пить из серебряного сосуда; [[φάρμακον]] π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ Plat. пить прописанное врачем лекарство; π. πρὸς ἡδονήν Plat. пить для удовольствия; π. εἰς μέθην Plat. пить допьяна; ὡς [[εἴδομεν]] πίνοντά τε καὶ πεπωκότα Plat. когда мы увидели, что (Сократ) пьет и что он уж выпил (яд);<br /><b class="num">2)</b> пить, осушать (κρατῆρας οἴνοιο Hom.; [[ποτήριον]] NT);<br /><b class="num">3)</b> впитывать, поглощать, всасывать (πέπωκεν [[αἷμα]] [[γαῖα]] Aesch.; γῆ ἡ πιοῦσα τὸν ὑετόν NT). | |||
}} | }} |