3,277,002
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν. | |lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκατάστατος:''' трудно приводимый в порядок, с трудом успокаиваемый (τὸ ταραχθῆναι Xen.). | |||
}} | }} |