καθεκτός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathektos
|Transliteration C=kathektos
|Beta Code=kaqekto/s
|Beta Code=kaqekto/s
|Definition=ή, όν, (κατέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be held back, checked</b>, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι <span class="bibl">D. 21.2</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pomp.</span>66</span>; <b class="b3">τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν</b> since power <b class="b2">could</b> not <b class="b2">be retained in the hands of</b> many, <span class="bibl">Id.<span class="title">Brut.</span>47</span>; <b class="b3">ἐν τῷ κ. εἶναι</b> to <b class="b2">contain</b> oneself, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.6</span>. Adv. <b class="b3">οὐ -τῶς</b> <b class="b2">so as</b> not <b class="b2">to be restrained</b>, μάχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Her.</span>10.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">in the grip of</b>, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.<span class="title">Supp.</span>1.28.</span>
|Definition=καθεκτή, καθεκτόν, ([[κατέχω]])<br><span class="bld">A</span> to [[be held back]], [[checked]], θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι D. 21.2, cf. Plu.''Fab.''10, ''Pomp.''66; <b class="b3">τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν</b> since power [[could]] not [[be retained in the hands of]] many, Id.''Brut.''47; <b class="b3">ἐν τῷ κ. εἶναι</b> to [[contain]] oneself, Philostr.''Im.''2.6. Adv. [[οὐ καθεκτῶς]] = [[so as not to be restrained]], μάχεσθαι Id.''Her.''10.5.<br><span class="bld">II</span> [[in the grip of]], λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.''Supp.''1.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] adj. verb. zu [[κατέχω]], zurückzuhalten; θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ καθ. Dem. 21, 2; Sp., wie Plut. Fab. 10. – Auch adv., Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] adj. verb. zu [[κατέχω]], zurückzuhalten; θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ καθ. Dem. 21, 2; Sp., wie Plut. Fab. 10. – Auch adv., Philostr.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καθεκτός''': -ή, -όν, ([[κατέχω]]) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων [[οὐκέτι]] πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἐξουσία]] δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ [[εἶναι]], νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ [[ἀδιάφορος]], Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».
|btext=ή, όν :<br />[[qu'on peut arrêter]], [[contenir]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut arrêter, contenir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατέχω]].
|elrutext='''καθεκτός:''' [adj. verb. к [[κατέχω]] могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθεκτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επιδέχεται [[αναχαίτιση]], [[δεκτικός]] συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ [[καθεκτός]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δεκτικός]] κατοχής («τῶν πραγμάτων [[οὐκέτι]] πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» — [[επειδή]] η [[εξουσία]] δεν ήταν [[πλέον]] δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο αρπαγμένος από κάποιον<br /><b>4.</b> [[εφικτός]], [[καταληπτός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐν τῷ καθεκτῷ [[εἶναι]]» — να κρατηθεί [[κάποιος]], να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει [[αδιάφορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθεκτῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που επιδέχεται [[αναχαίτιση]] και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — [[έτσι]] ώστε να μην περιορίζεται [[κανείς]], Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> ρηματ. επίθ. σε -<i>ός</i> του ρ. <i>κατ</i>-<i>έχω</i> με [[σημασία]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]»].
|mltxt=[[καθεκτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επιδέχεται [[αναχαίτιση]], [[δεκτικός]] συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ [[καθεκτός]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δεκτικός]] κατοχής («τῶν πραγμάτων [[οὐκέτι]] πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν» — [[επειδή]] η [[εξουσία]] δεν ήταν [[πλέον]] δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο αρπαγμένος από κάποιον<br /><b>4.</b> [[εφικτός]], [[καταληπτός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐν τῷ καθεκτῷ [[εἶναι]]» — να κρατηθεί [[κάποιος]], να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει [[αδιάφορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθεκτῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που επιδέχεται [[αναχαίτιση]] και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — [[έτσι]] ώστε να μην περιορίζεται [[κανείς]], Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> ρηματ. επίθ. σε -<i>ός</i> του ρ. <i>κατ</i>-<i>έχω</i> με [[σημασία]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθεκτός:''' -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καθεκτός:''' -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καθεκτός:''' [adj. verb. к [[κατέχω]] могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.
|lstext='''καθεκτός''': -ή, -όν, ([[κατέχω]]) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων [[οὐκέτι]] πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἐξουσία]] δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ [[εἶναι]], νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ [[ἀδιάφορος]], Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.
|mdlsjtxt=καθ-εκτός, [[κατέχω]]<br />to be held [[back]] or checked, Dem.: to be retained, Plut.
}}
}}