3,274,267
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκοπή:''' ἡ, [[κόψιμο]] σε μικρά κομμάτια· στη Γραμμ., το «[[φαινόμενο]]» της συγκοπής, δηλ. η [[σύντμηση]] μιας λέξης με την [[αποβολή]] ενός ή περισσοτέρων φθόγγων στο εσωτερικό της, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συγκοπή:''' ἡ, [[κόψιμο]] σε μικρά κομμάτια· στη Γραμμ., το «[[φαινόμενο]]» της συγκοπής, δηλ. η [[σύντμηση]] μιας λέξης με την [[αποβολή]] ενός ή περισσοτέρων φθόγγων στο εσωτερικό της, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκοπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> рубка, сечка, измельчение (корма) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> синкопа (опущение одной или более букв): κατὰ συγκοπήν καλεῖσθαι Plut. именоваться в сокращенном (стяженном) виде (напр., ἐμβῆναι вм. ἐντὸς [[βῆναι]]). | |||
}} | }} |