συγκοπή: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκοπή:''' ἡ, [[κόψιμο]] σε μικρά κομμάτια· στη Γραμμ., το «[[φαινόμενο]]» της συγκοπής, δηλ. η [[σύντμηση]] μιας λέξης με την [[αποβολή]] ενός ή περισσοτέρων φθόγγων στο εσωτερικό της, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγκοπή:''' ἡ, [[κόψιμο]] σε μικρά κομμάτια· στη Γραμμ., το «[[φαινόμενο]]» της συγκοπής, δηλ. η [[σύντμηση]] μιας λέξης με την [[αποβολή]] ενός ή περισσοτέρων φθόγγων στο εσωτερικό της, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκοπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> рубка, сечка, измельчение (корма) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> синкопа (опущение одной или более букв): κατὰ συγκοπήν καλεῖσθαι Plut. именоваться в сокращенном (стяженном) виде (напр., ἐμβῆναι вм. ἐντὸς [[βῆναι]]).
}}
}}