ἠπειρώτης: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπειρώτης:''' -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, -ιδος,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ξηρά]], αυτός που ζει στην [[ξηρά]], ο [[στεριανός]], αντίθ. προς το [[νησιώτης]], σε Ηρόδ.· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες [[πόλιες]], αντίθ. προς τις πόλεις των νησιών, στον ίδ. κ.λπ.· [[ἠπειρῶτις]] [[ξυμμαχία]], [[συμμαχία]] με ηπειρωτική [[δύναμη]], αντίθ. προς το <i>ναυτική</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας, ο Ασιατικός, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ο Ηπειρώτης, ο [[κάτοικος]] της Ηπείρου, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἠπειρώτης:''' -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, -ιδος,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ξηρά]], αυτός που ζει στην [[ξηρά]], ο [[στεριανός]], αντίθ. προς το [[νησιώτης]], σε Ηρόδ.· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες [[πόλιες]], αντίθ. προς τις πόλεις των νησιών, στον ίδ. κ.λπ.· [[ἠπειρῶτις]] [[ξυμμαχία]], [[συμμαχία]] με ηπειρωτική [[δύναμη]], αντίθ. προς το <i>ναυτική</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας, ο Ασιατικός, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ο Ηπειρώτης, ο [[κάτοικος]] της Ηπείρου, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπειρώτης:''' ου adj. m, [[ἠπειρῶτις]], ιδος adj. f<br /><b class="num">1)</b> материковый ([[πόλις]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> наземный, сухопутный (ναυτικὴ καὶ οὐκ [[ἠπειρῶτις]] [[ξυμμαχία]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> азиатский (ψυχὴ γυναικῶν Eur.).<br />ου ὁ житель материка Her., Isocr.
}}
}}