ἀμβλωπός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμβλωπός:''' -όν ([[ἀμβλύς]], ὤψ), [[σκοτεινός]], επισκοτισμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀμβλωπός:''' -όν ([[ἀμβλύς]], ὤψ), [[σκοτεινός]], επισκοτισμένος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμβλωπός:''' с притупившимся зрением: δακρύων [[βίος]] ἀ. Aesch. жизнь, ослепшая от слез, т. е. проведенная в слезах.
}}
}}