3,277,286
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, [[έρχομαι]] να συντρέξω, <i>προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ. | |lsmtext='''προσβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, [[έρχομαι]] να συντρέξω, <i>προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat. | |||
}} | }} |