προσβοηθέω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, [[έρχομαι]] να συντρέξω, <i>προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.
|lsmtext='''προσβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, [[έρχομαι]] να συντρέξω, <i>προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat.
}}
}}