ἀσυγκόμιστος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυγκόμιστος:''' -ον ([[συγκομίζω]]), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀσυγκόμιστος:''' -ον ([[συγκομίζω]]), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυγκόμιστος:''' не свезенный (в одно место), неубранный ([[καρπός]] Xen.).
}}
}}