καλλιπάρθενος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλιπάρθενος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· <i>δέρηκ</i>., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.
|lsmtext='''καλλιπάρθενος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· <i>δέρηκ</i>., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐπάρθενος:''' <b class="num">1)</b> изобилующий прекрасными девами, т. е. нимфами (Νείλου ῥοαί Eur.);<br /><b class="num">2)</b> принадлежащий прекрасной деве, девичий ([[δέρη]] Eur.).
}}
}}