3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[στέκομαι]] όρθιος ή [[προεξέχω]] [[επάνω]] από, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπερανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[στέκομαι]] όρθιος ή [[προεξέχω]] [[επάνω]] από, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερανίσταμαι:''' высоко подниматься, возвышаться: τὰ ὄρη ὑπερανεστηκότα Luc. уходящие ввысь горы. | |||
}} | }} |