πεπασμός: Difference between revisions

nl
(31)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πέπανσις]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για το [[φλέγμα]] ή για τα [[ούρα]]) [[μείωση]] της δριμύτητας, [[μαλάκωμα]]<br />β) [[εμπύηση]].
|mltxt=ὁ, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πέπανσις]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για το [[φλέγμα]] ή για τα [[ούρα]]) [[μείωση]] της δριμύτητας, [[μαλάκωμα]]<br />β) [[εμπύηση]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεπασμός -οῦ, ὁ [πεπαίνω] geneesk., rijping, kloddervorming (van speeksel, urine of etter).
}}
}}