διαφοιβάζω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφοιβάζω:''' [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[εξοργίζω]] — Παθ. απαρ. παρακ. <i>διαπεφοιβάσθαι</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''διαφοιβάζω:''' [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[εξοργίζω]] — Παθ. απαρ. παρακ. <i>διαπεφοιβάσθαι</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφοιβάζω:''' приводить в исступление: διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. сойти с ума от несчастий.
}}
}}