ἄπαρνος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπαρνος:''' -ον ([[ἀρνέομαι]]), αυτός που αρνείται πλήρως και κατηγορηματικά· <i>ἄπαρνός ἐστιμὴ νοσέειν</i>, απορρίπτει κατηγορηματικά ότι είναι [[άρρωστος]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενός, δεν απαρνείται [[τίποτε]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄπαρνος:''' -ον ([[ἀρνέομαι]]), αυτός που αρνείται πλήρως και κατηγορηματικά· <i>ἄπαρνός ἐστιμὴ νοσέειν</i>, απορρίπτει κατηγορηματικά ότι είναι [[άρρωστος]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενός, δεν απαρνείται [[τίποτε]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπαρνος:''' <b class="num">1)</b> отвергающий, отрицающий: ἄ. οὐδενὸς καθίστατο Soph. он(а) ничего не стал(а) отрицать; ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Her. он утверждает, что не болен;<br /><b class="num">2)</b> отклоняющий, отказывающий(ся) (τινι Aesch.).
}}
}}