στασιασμός: Difference between revisions

4
(38)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[στασιάζω]]<br />[[υποκίνηση]] σε [[στάση]], σε [[εξέγερση]].
|mltxt=ὁ, Α [[στασιάζω]]<br />[[υποκίνηση]] σε [[στάση]], σε [[εξέγερση]].
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰσιασμός:''' ὁ восстание, возмущение, бунт Thuc., Arst., Men.
}}
}}