ἑτεροιόω: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑτεροιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[αλλοιώνω]], [[μεταβάλλω]] — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, [[μετατρέπομαι]], μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἑτεροιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[αλλοιώνω]], [[μεταβάλλω]] — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, [[μετατρέπομαι]], μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροιόω:''' делать иным, изменять (τὰ πάντα Plut.); pass. меняться Arst.: [[ἐνθεῦτεν]] ἑτεροιοῦτο τὸ [[νεῖκος]] Her. тогда сражение приняло другой оборот.
}}
}}