ἀγήραντος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγήραντος:''' -ον ([[γηράσκω]]) = το επόμ., σε Σιμων., Ευρ.
|lsmtext='''ἀγήραντος:''' -ον ([[γηράσκω]]) = το επόμ., σε Σιμων., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγήραντος:''' Anth. = [[ἀγήραος]].
}}
}}