ἀδίκαστος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδίκαστος:''' -ον ([[δικάζω]]), αυτός που δεν έχει δικαστεί, δεν έχει αποφασιστεί, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀδίκαστος:''' -ον ([[δικάζω]]), αυτός που δεν έχει δικαστεί, δεν έχει αποφασιστεί, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδίκαστος:''' оставленный без решения, нерешенный ([[ἄκριτος]] καὶ ἀ. Plat.; [[δίκη]] Luc.).
}}
}}