ἀειδής: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), [[αόρατος]], ο [[άνευ]] σωματικής μορφής, [[ασώματος]], άυλος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), [[αόρατος]], ο [[άνευ]] σωματικής μορφής, [[ασώματος]], άυλος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀειδής:''' <b class="num">1)</b> не имеющий (телесной) формы, безобразный (ἀ. καὶ [[ἄμορφος]] Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невзрачный, некрасивый ([[νεανίσκος]] Diod.): οὐ ἀ. τὴν ὄψιν Plut. миловидный.<br />невидимый, незримый ([[ψυχή]] Plat.; ἀ. καὶ [[ἀόρατος]] Plut.).
}}
}}