ἀεκαζόμενος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀεκαζόμενος:''' -η, -ον, μτχ. [[τύπος]] = [[ἀέκων]], σε Ομήρ. Οδ.· πόλλ' [[ἀεκαζόμενος]], αυτό που ο Βιργ. ονομάζει [[multa]] [[reluctans]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἀεκαζόμενος:''' -η, -ον, μτχ. [[τύπος]] = [[ἀέκων]], σε Ομήρ. Οδ.· πόλλ' [[ἀεκαζόμενος]], αυτό που ο Βιργ. ονομάζει [[multa]] [[reluctans]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀεκαζόμενος:''' нежелающий: τὰ φέρει ἀ. Hom. он поневоле терпит это.
}}
}}