3,274,159
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄδεια:''' ἡ ([[ἀδεής]]), [[ελευθερία]] από φόβο, [[αφοβία]]· <i>ἀδείην διδόναι</i>, [[παρέχω]] [[αμνηστία]], [[αποζημίωση]], [[εγγύηση]], [[εξασφάλιση]], [[ασφάλεια]] ζωής, σε Ηρόδ.· ἐν ἀδείῃ [[εἶναι]], στον ίδ.· [[τῶν]] σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, σε Θουκ.· <i>ἄδειάν τινι παρασκευάζειν</i>, <i>παρέχειν</i>, σε Δημ.· αντίθ. προς το <i>ἄδειαν λαμβάνειν</i>, το να λαμβάνει [[κάποιος]] [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]] ζωής, στον ίδ.· <i>ἀδείας τυγχάνειν</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἄδεια:''' ἡ ([[ἀδεής]]), [[ελευθερία]] από φόβο, [[αφοβία]]· <i>ἀδείην διδόναι</i>, [[παρέχω]] [[αμνηστία]], [[αποζημίωση]], [[εγγύηση]], [[εξασφάλιση]], [[ασφάλεια]] ζωής, σε Ηρόδ.· ἐν ἀδείῃ [[εἶναι]], στον ίδ.· [[τῶν]] σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, σε Θουκ.· <i>ἄδειάν τινι παρασκευάζειν</i>, <i>παρέχειν</i>, σε Δημ.· αντίθ. προς το <i>ἄδειαν λαμβάνειν</i>, το να λαμβάνει [[κάποιος]] [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]] ζωής, στον ίδ.· <i>ἀδείας τυγχάνειν</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄδεια:''' ион. [[ἀδείη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> безопасность, неприкосновенность ([[εἰρήνη]] καὶ ἄ. Plut.): μετ᾽ ἀδείας Thuc., Dem. и ἐπ᾽ ἀδείας Plut. в безопасности; ούκ ἐν ἀδείῃ ποιέεσθαι τὸ λέγειν Her. считать небезопасным говорить (о чем-л.); τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν τινι Dem. обеспечить кому-л. личную безопасность; γῆς ἄ. Soph. возможность безопасного пребывания или передвижения в стране;<br /><b class="num">2)</b> свобода (действий), право: ἄ. τοῦ ποιεῖν τι Lys. право беспрепятственно делать что-л.;<br /><b class="num">3)</b> освобождение от наказания, ненаказуемость (ἄ. πληγῶν καὶ κολάσεως Plut.): ἀδείας [[τυχεῖν]] Dem. получить гарантию неприкосновенности. | |||
}} | }} |