ἄγκυρα: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγκῡρα:''' ἡ ([[ἄγκος]]), Λατ. ancŏra, [[άγκυρα]], απαντά [[πρώτα]] στον Αλκαίο και στο Θέογν., [[επειδή]] στον Όμηρ. αναφέρεται μόνο το <i>εὐναί</i>, δηλ. λίθοι χρησιμοποιούμενοι ως άγκυρες· <i>ἄγκυραν βάλλεσθαι</i>, <i>καθιέναι</i>, <i>μεθιέναι</i>, <i>ἀφιέναι</i>, [[ρίχνω]] [[άγκυρα]], [[αγκυροβολώ]], σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· παρομοίως και στο: <i>ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν</i>, δηλ. «έχω [[δύο]] χορδές στο [[τόξο]] μου», σε Δημ.· πρβλ. [[ὀχέω]]· <i>ἐπὶ τῆς αὐτῆς</i> (ενν. <i>ἀγκύρας</i>) <i>ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς</i>, δηλ. «το να βρίσκεται [[κάποιος]] στο ίδιο [[πλοίο]] με τους πολλούς», [[συμπορεύομαι]], [[συμπλέω]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἄγκῡρα:''' ἡ ([[ἄγκος]]), Λατ. ancŏra, [[άγκυρα]], απαντά [[πρώτα]] στον Αλκαίο και στο Θέογν., [[επειδή]] στον Όμηρ. αναφέρεται μόνο το <i>εὐναί</i>, δηλ. λίθοι χρησιμοποιούμενοι ως άγκυρες· <i>ἄγκυραν βάλλεσθαι</i>, <i>καθιέναι</i>, <i>μεθιέναι</i>, <i>ἀφιέναι</i>, [[ρίχνω]] [[άγκυρα]], [[αγκυροβολώ]], σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· παρομοίως και στο: <i>ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν</i>, δηλ. «έχω [[δύο]] χορδές στο [[τόξο]] μου», σε Δημ.· πρβλ. [[ὀχέω]]· <i>ἐπὶ τῆς αὐτῆς</i> (ενν. <i>ἀγκύρας</i>) <i>ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς</i>, δηλ. «το να βρίσκεται [[κάποιος]] στο ίδιο [[πλοίο]] με τους πολλούς», [[συμπορεύομαι]], [[συμπλέω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγκῡρα:''' ион. ἀγκύρη ἡ<br /><b class="num">1)</b> якорь Pind., Aesch., Eur., Thuc., Xen., Plut., Anth.: ἐπ᾽ ἀγκύραις ὁρμεῖσθαι Her. или ἀποσαλεύειν Dem. стать на якорь; ἐπὶ [[δυοῖν]] ἀγκύραιν ὁρμεῖν погов. Dem. стоять на двух якорях, т. е. вдвойне застраховать себя, перестраховаться; ἡ [[ὑστάτη]] ἄ., ἣν ἱερὰν οἱ ναυτιλλόμενοί φασι Luc. последний якорь, который мореходы называют священным;<br /><b class="num">2)</b> перен. якорь спасения, опора, надежда (οἴκων ἄ. Eur.): εἰσὶ μητρὶ παῖδες ἄγκυραι βίου Soph. дети - опора матери в жизни.
}}
}}