αἱμοφόρυκτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμοφόρυκτος:''' -ον ([[φορύσσω]]), μολυσμένος, κηλιδωμένος με [[αίμα]]· [[κρέα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''αἱμοφόρυκτος:''' -ον ([[φορύσσω]]), μολυσμένος, κηλιδωμένος με [[αίμα]]· [[κρέα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμοφόρυκτος:''' замаранный кровью, окровавленный ([[κρέα]] Hom.).
}}
}}