αἰθαλίων: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθαλίων:''' -ωνος ([[αἴθαλος]]), επίθ. του <i>τέττιγος</i>, [[σκοτεινός]], [[σκούρος]], αυτός που φέρει το [[χρώμα]] του καπνού, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''αἰθαλίων:''' -ωνος ([[αἴθαλος]]), επίθ. του <i>τέττιγος</i>, [[σκοτεινός]], [[σκούρος]], αυτός που φέρει το [[χρώμα]] του καπνού, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθᾰλίων:''' ωνος (θᾰ) adj. m предполож. темнокоричневый (τέττιγες Theocr.).
}}
}}