αἱμυλία: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμυλία:''' ἡ ([[αἱμύλος]]), [[απόκτηση]] ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, [[νίκη]], [[κατάκτηση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''αἱμυλία:''' ἡ ([[αἱμύλος]]), [[απόκτηση]] ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, [[νίκη]], [[κατάκτηση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμῠλία:''' ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.).
}}
}}