ἀγριόφωνος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγριόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά [[φωνή]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀγριόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά [[φωνή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγριόφωνος:''' говорящий на грубом языке ([[Σίντιες]] Hom.).
}}
}}