αἱρέσιμος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱρέσιμος:''' -ον ([[αἱρέω]]), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''αἱρέσιμος:''' -ον ([[αἱρέω]]), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱρέσιμος:''' могущий быть взятым (штурмом), уязвимый ([[τεῖχος]] Xen.).
}}
}}