ἀκόνιτον: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόνῑτον:''' τό, ακονίτης, δηλητηριώδες [[φυτό]], σε Θεόφρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀκόνῑτον:''' τό, ακονίτης, δηλητηριώδες [[φυτό]], σε Θεόφρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόνῑτον:''' τό бот. аконит Plut.
}}
}}