ἀκώλυτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκώλῡτος:''' -ον ([[κωλύω]]), αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν παρακωλύεται, σε Λουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀκώλῡτος:''' -ον ([[κωλύω]]), αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν παρακωλύεται, σε Λουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκώλῡτος:''' беспрепятственный ([[ἔξοδος]] Luc.): τὸ πρός τι ἀκώλυτον Plut. беспрепятственный доступ к чему-л.
}}
}}