3,242,429
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκώλῡτος:''' -ον ([[κωλύω]]), αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν παρακωλύεται, σε Λουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀκώλῡτος:''' -ον ([[κωλύω]]), αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν παρακωλύεται, σε Λουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκώλῡτος:''' беспрепятственный ([[ἔξοδος]] Luc.): τὸ πρός τι ἀκώλυτον Plut. беспрепятственный доступ к чему-л. | |||
}} | }} |