ἀδόξαστος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδόξαστος:''' -ον ([[δοξάζω]]), αυτός που δεν υπόκειται στην υποκειμενική [[άποψη]] κάποιου [[αλλά]] βασίζεται στην [[επιστήμη]], δηλ. [[βέβαιος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀδόξαστος:''' -ον ([[δοξάζω]]), αυτός που δεν υπόκειται στην υποκειμενική [[άποψη]] κάποιου [[αλλά]] βασίζεται στην [[επιστήμη]], δηλ. [[βέβαιος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδόξαστος:''' <b class="num">1)</b> не являющийся предметом (простого) мнения, не мнимый, т. е. достоверный, непреложный Plat.;<br /><b class="num">2)</b> основывающийся не на мнениях, т. е. достоверно знающий Plut., Diog. L.;<br /><b class="num">3)</b> неожиданный Soph.
}}
}}