ἀκρόδετος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρόδετος:''' -ον, δεμένος στην [[άκρη]] ή στην [[κορυφή]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκρόδετος:''' -ον, δεμένος στην [[άκρη]] ή στην [[κορυφή]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρόδετος:''' сверху обвязанный (δούνακες Anth.).
}}
}}