ἀναβάδην: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβάδην:''' [βᾰ], επίρρ. ([[ἀναβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική [[κλίση]], στον Αριστοφ. [[ψηλά]], στα ύψη.
|lsmtext='''ἀναβάδην:''' [βᾰ], επίρρ. ([[ἀναβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική [[κλίση]], στον Αριστοφ. [[ψηλά]], στα ύψη.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνᾰβάδην:''' (βᾰ) adv. высоко, на возвышении Arph., Plut.
}}
}}