ἀμφιπίτνω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιπίτνω:''' (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφιπίτνω:''' (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιπίτνω:''' Eur. = [[ἀμφιπίπτω]] 1.
}}
}}