ἀνάγκη: Difference between revisions

2,544 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάγκη:''' Ιων. και Επικ. [[ἀναγκαίη]], <i>ἡ</i> ([[ἄγχω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[επιβολή]], [[ανάγκη]], [[πίεση]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀνάγκῃ</i>, μέσω βίας, κατ' ανάγκην ή με Ενεργ. [[σημασία]], με [[βία]], με [[πίεση]], στον ίδ.· ομοίως <i>ὑπ' ἀνάγκης</i>, <i>ἐξ ἀνάγκης</i>, <i>δι' ἀνάγκης</i>, [[πρός]] ἀνάγκην, <i>κατ' ἀνάγκην</i>, σε Αττ.· [[ἀνάγκη]] [[ἐστί]] με απαρ. είναι [[ζήτημα]] αναγκαιότητας να γίνει [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., ἀν. μοι [[σχεθεῖν]], σε Αισχύλ.· στους Τραγ. πολλή γ' [[ἀνάγκη]], πολλή 'στ' [[ἀνάγκη]] ή πολλή μ' [[ἀνάγκη]], μαζί με το οποίο πρέπει να προστεθεί απαρ.<br /><b class="num">2.</b> πραγματική [[δύναμη]], [[βία]], [[μαρτύριο]], [[βασανισμός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., <i>δολοποιὸς ἀν</i>., δηλ. το [[στρατήγημα]] του Νέσσου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[αγωνία]], [[σπαραγμός]], <i>κατ' ἀνάγκην ἕρπειν</i>, με πόνο, στον ίδ.· ὑπ. ἀνάγκης [[βοᾶν]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως προς το Λατ. hecessitudo, [[δεσμός]] αίματος, συγγενική [[σχέση]], [[συγγένεια]], σε Λυσ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀνάγκη:''' Ιων. και Επικ. [[ἀναγκαίη]], <i>ἡ</i> ([[ἄγχω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[επιβολή]], [[ανάγκη]], [[πίεση]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀνάγκῃ</i>, μέσω βίας, κατ' ανάγκην ή με Ενεργ. [[σημασία]], με [[βία]], με [[πίεση]], στον ίδ.· ομοίως <i>ὑπ' ἀνάγκης</i>, <i>ἐξ ἀνάγκης</i>, <i>δι' ἀνάγκης</i>, [[πρός]] ἀνάγκην, <i>κατ' ἀνάγκην</i>, σε Αττ.· [[ἀνάγκη]] [[ἐστί]] με απαρ. είναι [[ζήτημα]] αναγκαιότητας να γίνει [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., ἀν. μοι [[σχεθεῖν]], σε Αισχύλ.· στους Τραγ. πολλή γ' [[ἀνάγκη]], πολλή 'στ' [[ἀνάγκη]] ή πολλή μ' [[ἀνάγκη]], μαζί με το οποίο πρέπει να προστεθεί απαρ.<br /><b class="num">2.</b> πραγματική [[δύναμη]], [[βία]], [[μαρτύριο]], [[βασανισμός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., <i>δολοποιὸς ἀν</i>., δηλ. το [[στρατήγημα]] του Νέσσου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[αγωνία]], [[σπαραγμός]], <i>κατ' ἀνάγκην ἕρπειν</i>, με πόνο, στον ίδ.· ὑπ. ἀνάγκης [[βοᾶν]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως προς το Λατ. hecessitudo, [[δεσμός]] αίματος, συγγενική [[σχέση]], [[συγγένεια]], σε Λυσ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάγκη:''' дор. [[ἀνάγκα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> необходимость, неизбежность: ὑπ᾽ ἀνάγκης Hom., Hes., Aesch., Soph., Thuc., ἀνάγκῃ Hom., Soph., Thuc., σὺν ἀνάγκῃ Pind., δι᾽ и ἐξ ἀνάγκης Soph., Thuc., Plat., Arst., πρὸς ἀνάγκην Aesch., Arph., Plut., Luc. и κατ᾽ ἀνάγκην Xen. в силу необходимости, поневоле; κατ᾽ ἀνάγκην ἐπιτελεῖν τι Polyb. выполнить что-л. во что бы то ни стало; [[εἴπερ]] ἀ. Hom. если необходимо; [[πᾶσα]] или πολλὴ ἀ. ποιεῖν τι Aesch., Soph., Her., Plat. крайне необходимо сделать что-л.;<br /><b class="num">2)</b> предопределение (свыше), судьба, рок (ἀ. δαιμόνων и αἱ ἐκ [[θεῶν]] ἀνάγκαι Eur.): ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται [[Simonides]] ap. Plat. с судьбой и боги не борются;<br /><b class="num">3)</b> закономерность, закон (τῶν οὐρανίων Xen.): ἔγγραφοι ἀνάγκαι Plut. писаные законы;<br /><b class="num">4)</b> нужда, потребность (γαστρὸς ἀνάγκαι Aesch.; ἐρωτικαὶ ἀνάγκαι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> мучительный труд, страдание, мучение (πόνοι καὶ ἀνάγκαι Eur.): ἕρπειν κατ᾽ ἀνάγκην Soph. влачиться с трудом; ὑπ᾽ ἀνάγκας [[βοᾶν]] Soph. кричать от боли; ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Eur. в родовых муках;<br /><b class="num">6)</b> принуждение, насилие: ἀνάγκῃ Hom. по принуждению; τὰς ἀνάγκας προσάγειν τινί Thuc. применять насилие к кому-л.;<br /><b class="num">7)</b> (преимущ. pl.) меры принуждения, пытка: ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Her. быть ведомым на пытку; τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα Polyb. орудия пытки;<br /><b class="num">8)</b> неодолимая сила доказательства, искусный довод (ῥητόρων ἀνάγκαι Anacr.);<br /><b class="num">9)</b> кровная близость, родство Xen., Isocr.
}}
}}